Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκάφητρος — και σκαφητρός, ὁ, Α σκαφή, σκαφητός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκαφητός*] … Dictionary of Greek